ραστώνη

ραστώνη
η, / ῥᾳστώνη, ΝΜΑ, και ιων. τ. ῥῃστώνη Α
1. νωθρότητα, νωχέλεια, αδράνεια (α. «πρέπει να βάλετε τα δυνατά σας, γιατί πέρασε η περίοδος τής ραστώνης» β. «ἡ καθ' ἡμέραν ῥᾳστώνη καὶ ῥαθυμία», Δημοσθ.)
2. ραθυμία, μαλθακότητα, αποχαύνωση (α. «ῥᾳστώνη
ἀνάπαυσις
τέρψις
τρυφή
εὐκολία
ῥαθυμία
ἡδυπάθεια
χαυνότης
ἀργία», Φώτ.
β. «ἄν ἀφαιρεθείη τῆς ῥᾳστώνης τὸ τερπνόν», Θουκ.)
αρχ.
1. ευκολία, ευχέρεια («τῷ μὲν ἐκπίπτοντι τῆς πόλεως ὄχλῳ ῥᾳστώνην φυγῆς παρέσχον», Πλούτ.)
2. πραότητα, ηπιότητα (α. «ἐκ ῥηστώνης τῆς Δημοκήδεος», Ηρόδ.
β. «χάριτι καὶ ῥᾳστώνῃ», Πολ.)
3. ανακούφιση τού ασθενούς, χαλάρωση τών πόνων («δυσεντεριώδεα μετὰ πόνου, τῶν δὲ ἄλλων ῥᾳστώνη», Ιπποκρ.)
4. ανάπαυση, ελεύθερος χρόνος («ἐν ἀπεριστάτοις ῥᾳστώναις σφάλλεσθαι», Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥᾷστος / ῥήιστος με δυσερμήνευτο επίθημα -ώνη (πρβλ. χελ-ώνη: χέλυς)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ῥᾳστώνη — easiness of doing fem nom/voc sg (attic epic ionic) ῥᾳστωνέω grow easy pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) ῥᾳστωνέω grow easy imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥᾳστώνῃ — ῥᾳστώνη easiness of doing fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥαιστώναις — ῥᾳστώνη easiness of doing fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥαιστώνη — ῥᾳστώνη easiness of doing fem nom/voc sg (attic epic ionic) ῥᾳστωνέω grow easy pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) ῥᾳστωνέω grow easy imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥαιστώνην — ῥᾳστώνη easiness of doing fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥαιστώνης — ῥᾳστώνη easiness of doing fem gen sg (attic epic ionic) ῥᾳστωνέω grow easy imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥηστώνης — ῥᾳστώνη easiness of doing fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥᾳστῶναι — ῥᾳστώνη easiness of doing fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥᾳστώναις — ῥᾳστώνη easiness of doing fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥᾳστώνην — ῥᾳστώνη easiness of doing fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”